τριανταφυλλένιος, -ια, -ιο

τριανταφυλλένιος, -ια, -ιο
1. αυτός που αποτελείται από τριαντάφυλλα: Σταυρός τριανταφυλλένιος.
2. αυτός που έχει το χρώμα του τριαντάφυλλου, ρόδινος, ροζ: Τριανταφυλλένια χείλη.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • τριανταφυλλένιος — α, ο, Ν 1. αυτός που αποτελείται από τριαντάφυλλα 2. αυτός που μοιάζει με τριαντάφυλλο στο χρώμα και στην ανθηρότητα («τριανταφυλλένια μάγουλα»). [ΕΤΥΜΟΛ. < τριαντάφυλλο + κατάλ. ένιος (πρβλ. ζαχαρ ένιος)] …   Dictionary of Greek

  • τριανταφυλλής, -ιά, -ί — αυτός που έχει το χρώμα του τριαντάφυλλου, ρόδινος, τριανταφυλλένιος …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”